σπληνούμαι

σπληνούμαι
-όομαι, Α [σπλήν/σπληνίον]
1. (για τραύμα) περιβάλλομαι με σπληνίο, επιδένομαι
2. (για όργανο τού σώματος) διογκώνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπλήνωμα — το, Ν ιατρ. καλοήθης όγκος τού σπληνικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπληνοῦμαι (πρβλ. αιμάτ ωμα)] …   Dictionary of Greek

  • σπλήνωση — η, Ν ιατρ. μετατροπή τής σύστασης και τού χρώματος ενός τμήματος ή λοβού πνεύμονα, που θυμίζει την υφή τής σπλήνας, λόγω πλήρωσης τών κυψελίδων από εξίδρωμα που πήζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπληνοῦμαι. Η λ., στον λόγιο τ. σπλήνωσις, μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”